ἱδρύω

ἱδρύω
ἱδρύω pf. pass. ptc. ἱδρυμένος (Hom.+; ins [e.g. IAndrosIsis, Kyme 24]; PGiss 99, 16; 4 Macc 17:3; TestJob 10:1; 32:7; Philo; Jos., Ant. 1, 60, C. Ap. 2, 36; Just.; Ath. 14, 1) act. ‘cause to sit down’, in our lit. only pass. be seated, sit, be established. Perf. pass. be established of faith ἵδρυται it is established Dg 11:6. ὁ ἱδρυμένος αὐτοῖς τόπος the place established for them 1 Cl 44:5.—DELG.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιδρύω — ιδρύω, ίδρυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …   Dictionary of Greek

  • ἱδρύω — ἱδρύ̱ω , ἱδρύω make to sit down pres subj act 1st sg ἱδρύ̱ω , ἱδρύω make to sit down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρύω — ίδρυσα, ιδρύθηκα, ιδρυμένος 1. ανεγείρω, οικοδομώ: Μετά τον πόλεμο ιδρύθηκαν πολλά σχολεία. 2. συγκρατώ, δημιουργώ: Οι νέοι του χωριού μας ίδρυσαν μορφωτικό σύλλογο. – Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱδρυνθέντα — ἱδρύω make to sit down aor part pass neut nom/voc/acc pl ἱδρύω make to sit down aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανιδρύω — ιδρύω ξανά, στήνω πάλι, ξαναχτίζω, αναστηλώνω, επανασυνιστώ …   Dictionary of Greek

  • ἱδρυνθεῖσα — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθεῖσαν — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθείη — ἱδρύω make to sit down aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθείς — ἱδρύω make to sit down aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθείσαις — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”